Όσο την βλέπω, ανατριχιάζω, αγριεύει το μέσα μου. Όχι μόνο γιατί κάποιο άνθρωποι βασανίστηκαν, υπέφεραν και πέθαναν. Όχι μόνο γιατί ο ρατσισμός είναι τόσο βαθιά παράλογος, επικίνδυνος και ανεξήγητος στο δικό μου μυαλό. Για όλους αυτούς τους λόγους, για αλλους πολλούς και για έναν ακόμη. Στη φωτογραφία υπάρχουν εκείνοι που γελούν. Και να πάρει, τα πρόσωπα της φωτογραφίας είναι ζωές, ιστορίες αληθινές.
Ποιοι είναι εκείνοι που γελούν, που δείχνουν με το χέρι, που καμαρώνουν για το έγκλημά τους; Ποιοι είναι αυτοί που διασκεδάζουν με τη φρίκη; Που αγωνίζονται να μπουν και να απαθανατιστούν στο κάδρο της ντροπής; Που χαίρονται τα άσπρα σιδερωμένα πουκάμισά τους. Ντύθηκαν, στολίστηκαν και πήγαν εκεί; Ποιοι είναι; Πώς ζουν; Πώς είναι η κάθε μέρα τους; Έχουν παιδιά; Τι ιστορίες τους λένε; Με πόσο φαρμάκι τους πότισαν; Τι σόι άνθρωποι είναι; Συμπονετικοί γιοί; Ερωτευμένες γυναίκες; Πώς γίνεται;
Και είναι κι αυτό το αγέννητο παιδί, στη κοιλιά της μάνας του, μπροστά-μπροστά στη φωτογραφία. Εκείνη πώς μπορεί να έχει τη ζωή μέσα μέσα της και να είναι εκεί; Μαζί τους;
Δεν το χωράει ο νους μου.
Αυτή η φωτογραφία δεν λέει να βγει από το μυαλό μου, μέρες τώρα.